βλησίδι

βλησίδι
και βλυσίδι, το
1. θησαυρός που βρέθηκε χωμένος
2. αφθονία αγαθών, πλούτος
3. χρυσό νόμισμα, κόσμημα ή πολύτιμο αφιέρωμα
4. χρηματικό κεφάλαιο που μπαίνει σε επιχείρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλησίδι < μσν. βλησίδιον, υποκορ. του βλήσις («αφιέρωμα») < βάλλω
ο τ. βλυσίδι (με -υ-) δικαιολογείται ως υποκορ. του αρχ. βλύσις («ανάβλυση») < βλύζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βλησίδι — το 1. δώρο που προσφέρεται στη νύφη κατά το γάμο: Το βλησίδι της πεθεράς της ήταν ένα ζευγάρι σκουλαρίκια. 2. κρυμμένος θησαυρός που ανακαλύπτεται, πλούτος, αφθονία: Έκαμε βλησίδι λάδι φέτος. 3. το τάμα: Βλησίδια σκέπαζαν το εικόνισμα της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλυσίδι — το βλ. βλησίδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”